- τετραϋδροφολικός
- -ή, -ό, Νφρ. α) «τετραϋδροφολικό οξύ»(βιοχ.) η ενεργός μορφή τού φολικού οξέος που δρα ως συνένζυμο σε πολλές χημικές αντιδράσεις τού κυττάρου, οι οποίες περιλαμβάνουν τη μεταφορά ομάδων με ένα άτομο άνθρακαβ) «τετραϋδροφολικά παράγωγα»(βιοχ.) τα ενζυμικώς ενεργά παράγωγα τού τετραϋδροφολικού οξέος που αποτελούνται από το τετραϋδροφολικό οξύ με την προσθήκη τής ομάδας με ένα άτομο άνθρακα που μεταφέρεται.
Dictionary of Greek. 2013.